- θρονί
- το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) [θρόνος]1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνοςνεοελλ.1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση τού ναού, όπου τοποθετείται εικόνα τής Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί τής Παναγίας»)2. κυριαρχία, δύναμη3. υψηλή θέση, αξίωμα4. έδρα, βάση («εις την Αθήνα, που 'τόνε... το θρονί τής αρετής», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.βασιλική εξουσίααρχ.μέρος τού αστερισμού Κασσιόπη.
Dictionary of Greek. 2013.